- ἀνέρε
- ἀνήρnar-masc nom/voc/acc dual (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυδάλιμος — κυδάλιμος, ον, θηλ. και ίμη (Α) 1. ένδοξος, φημισμένος («δύο δ oὔ πω φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «κυδάλιμον κῆρ» ευγενής καρδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῡδος + επίθημα άλιμος (βλ. κατάλ. ιμος)] … Dictionary of Greek
ἀνέρ' — ἀνέρα , ἀνήρ nar masc acc sg ἀνέρι , ἀνήρ nar masc dat sg ἀνέρε , ἀνήρ nar masc nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)